- φθηναίνω
- Νβλ. φτηναίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεβοκατεβαίνω — 1. ανεβαίνω και κατεβαίνω πολλές φορές 2. (για τιμές) ακριβαίνω και φθηναίνω … Dictionary of Greek
φτήνια — και φθήνια, η, Ν 1.η ιδιότητα τού φτηνού 2. μτφ. ευτέλεια («φτήνια τών συναισθημάτων») 3. παροιμ. «η φτήνια τρώει τον παρά» δηλώνει ότι τα προϊόντα που πωλούνται σε μικρές τιμές μπορεί να φαίνονται οικονομικά, τελικά όμως στοιχίζουν περισσότερο… … Dictionary of Greek
φτηναίνω — και φθηναίνω Ν [φτηνός / φθηνός] 1. (μτβ.) κατεβάζω τις τιμές εμπορευμάτων, υποτιμώ 2. (αμτβ.) γίνομαι φτηνότερος 3. μτφ. γίνομαι ευτελής, ξεπέφτω … Dictionary of Greek